Χα! χα! χα! γελάτε — «θα μας βρει σε λίγο ηδονή και στον πονόδοντο!».
Γιατί όχι; — απαντώ — υπάρχει ηδονή και στον πονόδοντο. Το ξέρω και με το παραπάνω. Είδα πονόδοντο επί ένα ολόκληρο μήνα. Στην περίπτωση αυτή δεν φουρκίζεται κανένας σιωπηλά∙ γογγύζει.
Μα τα γογγύσματα αυτά δεν είναι ειλικρινή∙ είναι γογγίσματα υποκριτικά κι όλα βασίζονται κι εδώ
στην υποκρισία. Στα γογγίσματα αυτά υπάρχει η ηδονή του υποφέροντος, και αν δεν εύρισκε ηδονή, δε θα γόγγυζε. Αυτό το παράδειγμα είναι έξοχο, κύριοι, και θα το αναπτύξω.
Πρώτα — πρώτα αυτά τα γογγίσματα εκφράζουν όλη την ανωφέλεια του πόνου σας, την τόση εξευτελιστική για το άτομό σας, και την αρχική δύναμη της φύσης που δεν τη λογαριάζετε μα από την
οποία υποφέρετε, ενώ εκείνη δεν υποφέρει. Αρχίζετε να καταλαβαίνεται πως υποφέρετε χωρίς να
βλέπετε τον εχθρό σας πως παρά τις φιλοσοφίες όλων των Βάνγκενχάιμ, είσαστε ο σκλάβος των δοντιών σας, πως αν το 'θελε καμιά δύναμη ανώτερη θα έπαυε ο πόνος τους, μα πως αν δεν το θελήσει μπορείτε να υποφέρετε τρεις μήνες ακόμα, και τέλος πως αν δεν σωπάσετε κι εξακολουθήσετε να διαμαρτύρεστε, δε θα σας έμενε πραγματικά άλλη παρηγοριά, παρά να πάρετε ο ίδιος το καμτσίκι και να μαστιγωθείτε ή να δώσετε γροθιές στον τοίχο με όλη τη δύναμή σας, αυτό μόνο μπορείτε να κάνετε!
Λοιπόν, κύριε, μέσα στις βρισιές σας αυτές που φέρνουν το αίμα στα χείλη σας, και στους σαρκασμούς που ακούτε, δεν ξέρω κι εγώ από ποιόν, γεννιέται σιγά — σιγά μια ηδονή, που μπορεί να φτάσει ως τον πιο μεγάλο ηδονισμό. Σας παρακαλώ, κύριοι, ακούστε για μια στιγμή τα γογγίσματα
του μορφωμένου ανθρώπου της εποχής μας όταν του πονούν τα δόντια. Τη δεύτερη ή την τρίτη μέρα, τα γογγίσματά του γίνονται αλλιώτικα: δεν γογγύζει πια επειδή πονούν τα δόντια του μόνο — αν και δεν γόγγυζε σαν κανένας άξεστος μουζίκος, μα σαν άνθρωπος που επωφελήθηκε από τη διανοητική ανάπτυξη και τον πολιτισμό της Ευρώπης, σαν άνθρωπος «που δεν είναι πια προσκολλημένος στο χώμα και στις παραδόσεις της πατρίδας του» όπως λεν σήμερα. Τα γογγίσματά του γίνονται επιθετικά, μοχθηρά, και βαστούν μέρες και νύχτες ολόκληρες. Ξέρει κι ο ίδιος πως αυτά τα γογγύσματα δε θα του προσφέρουν καμιά ανακούφιση. Καλύτερα από τον καθέναν ξέρει πως του κάκου νευριάζει και βασανίζει τους άλλους και τον εαυτό του. Ξέρει πως το ακροατήριο για το οποίο παίζει αυτή την κωμωδία καθώς κι η οικογένειά του τον ακούνε με αηδία, πως δεν πιστεύουν στην ειλικρίνεια των παραπόνων του, και λένε μέσα τους πως, απλούστατα θα μπορούσε να γογγύζει χωρίς ξεφωνητά ψεύτικα, μα κάνει αυτή, τη θεατρική επίδειξη, από μοχθηρία... Λοιπόν ακριβώς στα ξεφωνητά και την αναντρία του αυτή κρύβεται η ηδονή.
«Σας τυραννώ, λέει μέσα του, σας σπαράζω την καρδιά∙ δεν αφήνω να κοιμηθεί κανένας στο σπίτι.
Όχι, δε θα κοιμηθείτε∙ θα νοιώθετε κάθε ώρα και στιγμή πως πονούν τα δόντια μου. Δεν είμαι πια
για σας ο ήρωας που ήμουν υποχρεωμένος ως τώρα να φαίνομαι, αλλά ένας σιχαμερός κύριος, ένας
άναντρος! Έστω! είμαι κατηγορούμενος που το καταλάβατε. Ξέρω πως αηδιάζετε που ακούτε τα
γογγίσματά του. Λοιπόν, τόσο το χειρότερο για σας: θα σας κάνω ν' ακούσετε κι άλλα ακόμα!...».
Δεν καταλάβατε ακόμα, κύριοι; Όχι, γιατί φαίνεται ότι πρέπει να 'ναι κανένας πολύ εξελιγμένος κι
ευσυνείδητος για να μπει στις λεπτότητες μέσα της ηδονής αυτής. Γελάτε; Είμαι κατενθουσιασμένος, κύριοι. Τ' αστεία μου, βέβαια, δεν είναι του γούστου σας, είναι χοντροειδή, σκοτεινά, ακαθόριστα. Κι ο λόγος είναι γιατί δε σέβομαι τον εαυτό μου. Πείτε μου: ένας άνθρωπος που έχει νοιώσει βαθιά τον εαυτό του, μπορεί να τον σέβεται;