Ας δεχτούμε, για να βρεθούμε κάπως στη μέση κυνικοί και ρομαντικοί, αυτοί που ξέρουν και αυτοί που ελπίζουν, ρεαλιστές και αισθηματίες, τέτοια δίπολα δηλαδή, αυτά που φτιάχνουν τα πιο δυσβάσταχτα continuums, πως τα πιο ωραία πράγματα φτιάχτηκαν όσο διήρκεσε ο έρωτας. Και μάλλον βιάστηκαν να φτιαχτούν, γιατί ο έρωτας δεν κρατάει πολύ. Αρχίζει να ξεφτίζει από τα στριφώματα τη στιγμή που σταματάς να αναρωτιέσαι, και αρχίζεις να έχεις δεδομένα, να έχεις πράγματα που “έχουν πάρει μια σειρά”. Έχεις βέβαια κάποιον καιρό μέχρι να φτάσεις να μαζεύεις κλωστές, και εκεί στριμώχνονται όλα: τα βιβλία που διαβάζεις και τα τραγούδια που ακούς και είναι γραμμένα, ασφαλώς, για κάποιον που δεν ξέρεις αλλά μοιάζει εντυπωσιακά με αυτόν που ξέρεις και παραξέρεις, κάτι ποιήματα με πρώην εξεζητημένες λέξεις, κάτι ταινίες τόσο θρασείες που κάνουν σαγόνια να τρέμουν, όλα αυτά στριμώχνονται στο διάστημα εκείνο που αναρωτιέσαι, που όλο το σώμα συρρικνώνεται σε εκείνο το κουβάρι στο στομάχι, που δεν χτυπάει το τηλέεεεεφωνο, που δεν περνάει η ώρα, που περνάει γρήγορα η ώρα, που είσαι εκεί που πρέπει χωρίς να θέλεις να είσαι κάπου αλλού. Μικρό διάστημα. Αλλά τα χωράει όλα, ακόμα και την απώλεια – και τότε, όταν χάνεις, τότε να δεις τι φτιάχνεται. Που μάλλον ξέρεις – τέλος πάντων.
Ο Josh Tillman βρίσκεται ακριβώς σε εκείνο το χρονικό σημείο της ζωής του που ανεβαίνει “εκεί πάνω” και τραγουδάει για μία μόνο γυναίκα, που (μέχρι και εγώ το πιστεύω), ακόμα και αν ένα ολόκληρο στάδιο τραγουδούσε ακαπέλα τους στίχους του, εκείνος θα έψαχνε να δει αν αυτό που παίζει της αρέσει. Η Emma Elizabeth Carr είναι το κορίτσι στην πρώτη σειρά που διάβασε πρώτη τους στίχους και άκουσε πρώτη το κομμάτι – τώρα το ίδιο κομμάτι παίζει με ανθρώπους από κάτω, με την ιδιωτικότητα χαμένη και με την ίδια να το έχει ακούσει ακόμα ένα εκατομμύριο φορές, και όμως τίποτα μπανάλ δεν τής χαλάει το συνωμοτικό, μη σου πω και το αιώνιο, που ζήστηκε. Η Emma είναι φωτογράφος – όλες της οι φωτογραφίες είναι καλές με έναν νοσηρό americana τρόπο, αλλά βρίσκεται σε εκείνο το χρονικό σημείο της ζωής της που δεν έχει ικανοποιητική απάντηση στην ερώτηση γιατί να φωτογραφίζει κάποιον άλλον πλην του Josh. Ο Josh είναι ο άντρας που τής ποζάρει επειδή και ο ίδιος ξέρει ότι τι υπάρχει πιο άξιο να απαθανατιστεί από τους δυο τους; Τίποτα.
Βρισκόμαστε δηλαδή σε αυτό το κλάσμα χρόνου όπου ο έρωτας διαιρεί το continuum σε δύο ίσα μέρη, όπου ο έρωτας είναι στο σημείο μηδέν που όλα είναι σαν έκρηξη, κλάσμα τόσο δυνατό που μπορεί να απελευθερώσει ενέργεια επικίνδυνη. Κλάσμα που είναι τέχνη από μόνο του.
Ο Father John Misty έχει μια γυναίκα που είναι όλα, αυτή που μιλάει ώρες στο τηλέφωνο τα βράδια και αυτή που φαντασιώνεται ως dominatrix. O Father John Misty έγραψε το Chateau Lobby για τη γυναίκα του, που τρώει ψωμί με βούτυρο όπως οι βασίλισσες τρώνε στρουθοκάμηλο και πίνουν κρασί από φίδι για να της κάνει χωρίς καμιά αχρείαστη ποιητικότητα την πιο σκληρή εξομολόγηση: οι άνθρωποι είναι βαρετοί, αλλά εσύ είσαι κάτι άλλο εντελώς διαφορετικό γαμώτο, ας το ρισκάρουμε – κανέναν δεν έχω βρει που να μισούμε τα ίδια πράγματα από τότε που μπορώ να θυμηθώ, πάρε το επώνυμό μου.
O Josh και η Emma γνωρίστηκαν έξω από ένα μπακάλικο και όλα πήγαν πρίμα: δεν είχε κανείς κάποιο άλλο αγόρι ή κάποιο άλλο κορίτσι απών και παρών να αιωρείται πάνω από τα κεφάλια τους, δεν είχε κανείς μισολυμένους κόμπους που είναι άλυτοι, και όλα κύλησαν σαν φοιτητικό καλοκαίρι – σαν spring break, μια που είμαστε στο Los Angeles. Λίγες βόλτες, λίγο Chateau Marmont, λίγα μανιτάρια, λίγη μουσική, λίγες πολαρόιντ, και πολύ, πάρα πολύ, ορατό ακόμα και για τους δημοσιογράφους που κοιτάνε αλλού όταν ο ένας δεν μπορεί να τραβήξει τα χέρια του από τον άλλον, αλαζονικό πλεόνασμα πόθου από αυτό που στις τραγωδίες πιάνει και λίγο ύβρι. Το άλμπουμ I love you, honeybear είναι η εξομολόγηση ενός έκπληκτου ανθρώπου που ανακαλύπτει πως δεν του ήταν αδύνατο να αδειάσει έναν κουβά ναρκισσισμό και να τον ξαναγεμίσει σχεδόν αμέσως με την εμμονή για έναν άλλον άνθρωπο, το σάουντρακ για το σημείο μηδέν που όλα στον έρωτα βαίνουν καλώς και που το σωστό μέρος είναι εκεί που βρίσκεται ο άλλος, πράγμα το οποίο γνωρίζεις με απόλυτη βεβαιότητα.
Στο Lovetheghost, το site της Emma, οι φωτογραφίες του ζευγαριού είναι περίπου ηδονοβλεπτικές: νιώθεις ότι για κάποιον λόγο δεν πρέπει να τις κοιτάς, μάλλον λόγω της εξουθενωτικής οικειότητας που από κεκτημένη ταχύτητα μεταφέρεται και σε όλες τις άσχετες λήψεις. Η θέα μέσα από ένα ταξί που πήραν μαζί, τα μαλλιά της, τραβηγμένα από τον Josh (άρα του δίνει τη μηχανή της), μια πόρτα στο Λονδίνο, μια γέφυρα στο Άμστερνταμ, ένα νεκροταφείο στο Παρίσι και η πιεστική ανάγκη του ενός για τον άλλον να ταξιδεύει παντού. Κάθε πόζα και κάθε κάδρο της έχει την αξία του ότι απαθανατίζει τοπία και σκηνικά καθαγιασμένα από την τρελή αγάπη που συμβαίνει τώρα και η αξία της τέχνης είναι ακριβώς αυτό το Σύγχρονο. Δεν θα είναι το ίδιο όταν γίνουν αναμνήσεις.
Φαντάσου πόσο θα πονάει όλο αυτό μετά.
Οι Tillmans είναι ένα εν κινήσει ενθύμιο του πώς είναι να ερωτεύεσαι τόσο απόλυτα κάποιον που δεν είναι ο εαυτός σου και της σπάνιας στιγμής που συνεντιέσαι με κάποιον πρόθυμο να πάει όπου και εσύ, τόσο μακριά και τόσο νωχελικά, όσο του επιτρέπει η ελευθερία των λεπτών που δεν είναι στην αγκαλιά σου. Όπως όλοι οι περίπατοι που κάνεις από μπαρ σε μπαρ μιλώντας, γελώντας και καπνίζοντας δεν ξέρουμε πού θα πάει, αλλά ο Father John Misty λέει ότι είναι ικανός να βρει ρομαντισμό ακόμα και μέσα στην ήττα.